- ψυχογλωσσολογικός
- -ή, -ό, Ν [ψυχογλωσσολογία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχογλωσσολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχογλωσσολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχογλωσσολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)